-
1 ὁμωνυμία
ὁμωνῠμ-ία, ἡ,A a having the same name, verbal identity, Epicur.Nat. 2.9, AP6.100 (Crin.), Plu.2.427e: pl., Str.13.1.21.II fraudulent use of an identity of name, POxy.257.44 (i A.D.), 1266.36 (i A.D.).III of words, equivocal sense, ambiguity,παρὰ τὴν ὁ. Arist. SE 165b30
; equivocally,Id.
AP0.85b11 : pl.,ταῖς-ίαις πλανῶνται Phld.Sign.36
.2 an equivocal word, τῶν ὀνομάτων τῷ μὲν σοφιστῇ ὁμωνυμίαι χρήσιμοι.., τῷ ποιητῇ δὲ συνωνυμίαι (q.v.) Arist. Rh. 1404b38.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμωνυμία
См. также в других словарях:
σύγχυση — η / σύγχυσις, ύσεως. ΝΜΑ, και σύχυση Ν [συγχέω] 1. ανακάτεμα, μπέρδεμα (α. «σύγχυση γλωσσῶν» β. «διαιρῶν τὴν καθ ὁμωνυμίαν σύγχυσιν», Ευστ. γ. [για τον πύργο τής Βαβέλ] «διὰ τοῡτο ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτῆς Σύγχυσις, ὅτι ἐκεῑ συνέχεε κύριος τὰ χείλη… … Dictionary of Greek